Interrupter
volume
British pronunciation/ˌɪntəɹˈʌptɐ/
American pronunciation/ˌɪntɚɹˈʌptɚ/

Ορισμός και Σημασία του "interrupter"

01

a device for automatically interrupting an electric current

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store