Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
interestingly
01
ενδιαφέροντα, με τρόπο που προκαλεί την περιέργεια
in a way that arouses one's curiosity or attention
Παραδείγματα
Interestingly, the ancient civilization had advanced knowledge of astronomy, as revealed by their complex calendar systems.
Ενδιαφέρον, ο αρχαίος πολιτισμός είχε προηγμένες γνώσεις στην αστρονομία, όπως αποκαλύπτεται από τα πολύπλοκα ημερολογιακά συστήματά τους.
The experiment yielded unexpected results; interestingly, the control group exhibited higher performance than the experimental group.
Το πείραμα απέδωσε απροσδόκητα αποτελέσματα· ενδιαφέρον είναι ότι, η ομάδα ελέγχου επέδειξε υψηλότερη απόδοση από την πειραματική ομάδα.
Λεξικό Δέντρο
uninterestingly
interestingly
interesting
interest



























