Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
interdisciplinary
01
διεπιστημονικός, πολυδiciplinary
involving or combining multiple academic disciplines or fields of study
Παραδείγματα
The research project was interdisciplinary, drawing on expertise from fields such as biology, chemistry, and engineering.
Το ερευνητικό έργο ήταν διεπιστημονικό, αντλώντας γνώσεις από τομείς όπως η βιολογία, η χημεία και η μηχανική.
The interdisciplinary approach to environmental studies included input from ecologists, economists, and sociologists.
Η διεπιστημονική προσέγγιση των περιβαλλοντικών σπουδών περιλάμβανε συνεισφορές από οικολόγους, οικονομολόγους και κοινωνιολόγους.



























