Inoculant
volume
British pronunciation/ɪnˈɒkjʊlənt/
American pronunciation/ɪnˈɑːkjʊlənt/

Ορισμός και Σημασία του "inoculant"

01

a substance (a virus or toxin or immune serum) that is introduced into the body to produce or increase immunity to a particular disease

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store