Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
informative
01
ενημερωτικός, διαφωτιστικός
providing useful or valuable information
Παραδείγματα
The informative article offered insights into the latest scientific discoveries.
Το ενημερωτικό άρθρο προσέφερε πληροφορίες για τις τελευταίες επιστημονικές ανακαλύψεις.
Her informative presentation provided a comprehensive overview of the topic.
Η ενημερωτική παρουσίασή της παρείχε μια ολοκληρωμένη επισκόπηση του θέματος.
02
ενημερωτικός, εκπαιδευτικός
tending to increase knowledge or dissipate ignorance
03
ενημερωτικός, εκπαιδευτικός
serving to instruct or enlighten or inform
Λεξικό Δέντρο
informatively
uninformative
informative
formative
form



























