LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Inflectional suffix
/ɪnflˈɛkʃənəl sˈʌfɪks/
/ɪnflˈɛkʃənəl sˈʌfɪks/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "inflectional suffix"
Inflectional suffix
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
an inflection that is added at the end of a root word
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
inflectional phrase
inflectional morphology
inflectional ending
inflectional
inflection
inflexibility
inflexible
inflexibleness
inflexibly
inflexion
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App