LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Inflator
/ɪnflˈeɪtɐ/
/ˌɪnˈfɫeɪtɝ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "inflator"
Inflator
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
an air pump operated by hand to inflate something (as a tire)
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
inflationary spiral
inflationary
inflation therapy
inflation rate
inflation
inflect
inflected
inflected preposition
inflection
inflectional
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App