Inflaming
volume
British pronunciation/ɪnflˈe‍ɪmɪŋ/
American pronunciation/ɪnˈfɫeɪmɪŋ/

Ορισμός και Σημασία του "inflaming"

01

arousal to violent emotion

word family

flame

flame

Verb

flaming

Noun

inflaming

Noun
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store