Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
infantile
01
παιδιάστικος, βρεφικός
childish in behavior, attitude, or thinking
02
παιδικός, νηπιακός
characteristic of or suitable for infants or very young children
Παραδείγματα
The baby 's nursery was decorated with infantile colors and adorable animal motifs.
Το παιδικό δωμάτιο ήταν διακοσμημένο με βρεφικά χρώματα και αξιολάτρευτα ζωικά μοτίβα.
The clothing store specialized in infantile fashion, offering a variety of cute and comfortable outfits for babies.
Το κατάστημα ρούχων ειδικευόταν στη βρεφική μόδα, προσφέροντας μια ποικιλία από χαριτωμένα και άνετα ρούχα για μωρά.
03
παιδιάστικος, βρεφικός
being or befitting or characteristic of an infant



























