Inexcusable
volume
British pronunciation/ˌɪnɛkskjˈuːsəbə‍l/
American pronunciation/ˌɪnɪkˈskjuzəbəɫ/

Ορισμός και Σημασία του "inexcusable"

inexcusable
01

extremely immoral and unable to be tolerated or justified

download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store