Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Indignation
01
αγανάκτηση, θυμός
a feeling of anger or annoyance aroused by something unjust, unworthy, or mean
Παραδείγματα
Her voice trembled with indignation at the unfair accusation.
Η φωνή της τρεμόπαιζε από αγανάκτηση για την άδικη κατηγορία.
He could n't hide his indignation over the biased treatment.
Δεν μπορούσε να κρύψει την αγανάκτησή του για την προκατειλημμένη αντιμετώπιση.



























