Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Indigence
01
απορία
a state of extreme poverty in which a person lacks the basic necessities of life
Παραδείγματα
The charity was founded to alleviate indigence in rural communities.
Ο φιλανθρωπικός οργανισμός ιδρύθηκε για να ανακουφίσει τη φτώχεια στις αγροτικές κοινότητες.
He lived in indigence after losing his job and home.
Έζησε στην απορία αφού έχασε τη δουλειά και το σπίτι του.



























