Incurring
volume
British pronunciation/ɪnkˈɜːɹɪŋ/
American pronunciation/ˌɪnˈkɝɪŋ/

Ορισμός και Σημασία του "incurring"

01

acquiring or coming into something (usually undesirable)

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store