Incurvature
volume
British pronunciation/ɪnkˈɜːvətʃə/
American pronunciation/ɪnkˈɜːvətʃɚ/

Ορισμός και Σημασία του "incurvature"

01

a shape that curves or bends inward

word family

curve

curve

Verb

curvature

Noun

incurvature

Noun
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store