LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Incurvature
/ɪnkˈɜːvətʃə/
/ɪnkˈɜːvətʃɚ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "incurvature"
Incurvature
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a shape that curves or bends inward
word family
curve
curve
Verb
curvature
Noun
incurvature
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
incurvation
incurvate
incursive
incursion
incurring
incurved
incus
ind.
indaba
indapamide
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App