Inculcation
volume
British pronunciation/ˌɪnkəlkˈeɪʃən/
American pronunciation/ˌɪnkəlkˈeɪʃən/

Ορισμός και Σημασία του "inculcation"

01

teaching or impressing upon the mind by frequent instruction or repetition

word family

inculcate

inculcate

Verb

inculcation

Noun
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store