LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Incipiency
/ɪnsˈɪpiənsi/
/ɪnsˈɪpiənsi/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "incipiency"
Incipiency
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
beginning to exist or to be apparent
word family
incipi
incipi
Verb
incipience
Noun
incipiency
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
incipience
incinerator
incineration
incinerate
incienso
incipient
incise
incised
incision
incisive
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App