Incipiency
volume
British pronunciation/ɪnsˈɪpiənsi/
American pronunciation/ɪnsˈɪpiənsi/

Ορισμός και Σημασία του "incipiency"

01

beginning to exist or to be apparent

word family

incipi

incipi

Verb

incipience

Noun

incipiency

Noun
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store