Inbuilt
volume
British pronunciation/ˈɪnbɪlt/
American pronunciation/ˈɪnbɪlt/

Ορισμός και Σημασία του "inbuilt"

01

existing as an essential constituent or characteristic

word family

built

built

Adjective

inbuilt

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store