Inbreeding
volume
British pronunciation/ˈɪnbɹiːdɪŋ/
American pronunciation/ˌɪnˈbɹidɪŋ/

Ορισμός και Σημασία του "inbreeding"

01

the act of mating closely related individuals

word family

breed

breed

Verb

breeding

Noun

inbreeding

Noun
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store