
Αναζήτηση
inarguable
01
αδιαμφισβήτητος, αναμφισβήτητος
beyond debate or argument
Example
The inarguable truth of his statement silenced all objections.
Η αδιαμφισβήτητη αλήθεια της δήλωσής του σιώπησε όλες τις αντιρρήσεις.
Her inarguable expertise in the field made her a sought-after consultant.
Η αδιαμφισβήτητη ειδίκευσή της στον τομέα την έκανε περιζήτητη σύμβουλο.
Οικογένεια λέξεων
argue
Verb
arguable
Adjective
inarguable
Adjective

Συναφή Λέξεις