LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
In the altogether
/ɪnðɪ ˌɔːltəɡˈɛðə/
/ɪnðɪ ˌɔːltəɡˈɛðɚ/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "in the altogether"
in the altogether
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
στο σύνολο
(used informally) completely unclothed
bare-ass
bare-assed
in the buff
in the raw
naked as a jaybird
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App