LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
In that
/ɪn ðˈat/
/ɪn ðˈæt/
Adverb (1)
Conjunction (1)
Ορισμός και Σημασία του "in that"
in that
ΕΠΊΡΡΗΜΑ
01
σε αυτό
(formal) in or into that thing or place
in this
therein
in that
ΣΎΝΔΕΣΜΟΣ
01
σε αυτό
used to provide a reason, explanation, or context for the main clause
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App