Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Importer
01
εισαγωγέας, εισαγωγέως
someone who brings in goods or products from another country to be sold or distributed
Παραδείγματα
The company is a major importer of electronics from Japan.
Η εταιρεία είναι ένας μεγάλος εισαγωγέας ηλεκτρονικών από την Ιαπωνία.
He works as an importer of luxury cars.
Εργάζεται ως εισαγωγέας πολυτελών αυτοκινήτων.
Λεξικό Δέντρο
importer
import



























