Imperative form
volume
British pronunciation/ɪmpˈɛɹətˌɪv fˈɔːm/
American pronunciation/ɪmpˈɛɹətˌɪv fˈɔːɹm/

Ορισμός και Σημασία του "imperative form"

Imperative form
01

a mood that expresses an intention to influence the listener's behavior

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store