LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Imp
/ˈɪmp/
/ˈɪmp/
Noun (2)
Ορισμός και Σημασία του "imp"
Imp
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
(folklore) fairies that are somewhat mischievous
02
one who is playfully mischievous
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
imou pine
imogene coca
immutably
immutableness
immutable
impact
impact driver
impact on
impact printer
impact screwdriver
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App