Immutability
volume
British pronunciation/ɪmjˌuːtəbˈɪlɪti/
American pronunciation/ɪmjˌuːɾəbˈɪlɪɾi/

Ορισμός και Σημασία του "immutability"

01

the quality of being incapable of mutation

word family

mute

mute

Noun

mutable

Adjective

mutability

Noun

immutability

Noun
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store