Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Immunodeficiency
01
ανοσοανεπάρκεια
a condition where the immune system is weakened, making the person more vulnerable to infections and illnesses
Παραδείγματα
Immunodeficiency disorders can be inherited or acquired, affecting the body's ability to fight infections.
Οι διαταραχές ανοσολογικής ανεπάρκειας μπορεί να είναι κληρονομικές ή επίκτητες, επηρεάζοντας την ικανότητα του σώματος να καταπολεμά τις λοιμώξεις.
Individuals with immunodeficiency may need to take extra precautions to avoid exposure to contagious illnesses.
Τα άτομα με ανοσολογική ανεπάρκεια μπορεί να χρειαστεί να λάβουν επιπλέον προφυλάξεις για να αποφύγουν την έκθεση σε μεταδοτικές ασθένειες.
Λεξικό Δέντρο
immunodeficiency
immunodefici



























