Immobilizing
volume
British pronunciation/ɪmˈəʊbɪlˌaɪzɪŋ/
American pronunciation/ˌɪˈmoʊbəˌɫaɪzɪŋ/
immobilising

Ορισμός και Σημασία του "immobilizing"

01

the act of limiting movement or making incapable of movement

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store