Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Imbibition
01
ενυδάτωση, κατανάλωση υγρών
the act of consuming liquids
02
εμβίβωση, απορρόφηση υγρού από στερεό ή πηκτό
(chemistry) the absorption of a liquid by a solid or gel
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ενυδάτωση, κατανάλωση υγρών
εμβίβωση, απορρόφηση υγρού από στερεό ή πηκτό