LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Ill-equipped
/ˈɪlɪkwˈɪpt/
/ˈɪlɪkwˈɪpt/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "ill-equipped"
ill-equipped
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
poorly supplied with physical equipment
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
ill-dressed
ill-defined
ill-considered
ill-conceived
ill-chosen
ill-famed
ill-fated
ill-favored
ill-favoured
ill-fed
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App