Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ill-favored
01
δυσάρεστος, αποκρουστικός
unattractive or unpleasant in appearance
Παραδείγματα
Despite her ill-favored appearance, the kind-hearted woman was cherished for her generous spirit.
Παρά την δυσάρεστη εμφάνισή της, η καλόκαρδη γυναίκα ήταν αγαπητή για το γενναιόδωρο πνεύμα της.
The stray cat, with its matted fur and scars, had an ill-favored appearance but quickly won the hearts of those who adopted it.
Η αδέσποτη γάτα, με το μπερδεμένο της τρίχωμα και τις ουλές, είχε μια δυσάρεστη εμφάνιση αλλά κέρδισε γρήγορα τις καρδιές όσων την υιοθέτησαν.



























