Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to idolize
01
λατρεύω, εξιδανικεύω
to admire someone excessively, often regarding it as an ideal or perfect figure
Transitive: to idolize sb
Παραδείγματα
She idolizes her favorite pop star and has posters of him all over her bedroom walls.
Εκείνη λατρεύει τον αγαπημένο της ποπ σταρ και έχει αφίσες του σε όλους τους τοίχους του υπνοδωματίου της.
They idolized the band for years and have collected all their albums.
Λάτρευαν το συγκρότημα για χρόνια και έχουν συλλέξει όλα τα άλμπουμ τους.
Λεξικό Δέντρο
idolized
idolizer
idolize
idol



























