LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Iditarod
/aɪdˈɪtəɹˌɒd/
/ˌɪˈdɪtəˌɹɔd/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "iditarod"
Iditarod
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
an important dogsled race run annually on the Iditarod Trail
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
idiotically
idiotic
idiot-proof
idiot savant
idiot light
iditarod trail
iditarod trail dog sled race
idle
idle away
idle folk have the least leisure
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App