Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Icelandic
01
ισλανδικά, η ισλανδική γλώσσα
a Scandinavian language that is the official language of Iceland
icelandic
01
ισλανδικός
referring to something or someone from or related to Iceland
Παραδείγματα
The Icelandic landscape is characterized by dramatic volcanic features.
Το ισλανδικό τοπίο χαρακτηρίζεται από δραματικά ηφαιστειακά χαρακτηριστικά.
The Icelandic wool sweater is a popular souvenir for tourists.
Το ισλανδικό μάλλινο πουλόβερ είναι ένα δημοφιλές αναμνηστικό για τους τουρίστες.



























