Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
icebound
01
παγιδευμένος στον πάγο, περικυκλωμένος από πάγο
tapped or surrounded by ice
Παραδείγματα
The ship was icebound in the Arctic waters for several weeks.
Το πλοίο ήταν παγιδευμένο στον πάγο στα αρκτικά νερά για αρκετές εβδομάδες.
The icebound landscape stretched endlessly, with no sign of life.
Το παγωμένο τοπίο εκτεινόταν ατελείωτα, χωρίς κανένα σημάδι ζωής.
Λεξικό Δέντρο
icebound
ice
bound



























