LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Hysteric
/hɪstˈɛɹɪk/
/ˌhɪsˈtɛɹɪk/
Adjective (1)
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "hysteric"
hysteric
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
υστερική
characterized by or arising from psychoneurotic hysteria
hysterical
Hysteric
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
υστερική
a person suffering from hysteria
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App