hypocritical
hy
ˌhɪ
χι
poc
ˈpək
πακ
ri
ρι
ti
τι
cal
kəl
καλ
British pronunciation
/hˌɪpəkɹˈɪtɪkə‍l/

Ορισμός και σημασία του "hypocritical"στα αγγλικά

hypocritical
01

υποκριτικός, ψεύτικος

acting in a way that is different from what one claims to believe or value
hypocritical definition and meaning
example
Παραδείγματα
It 's hypocritical of him to preach about honesty while lying to his friends.
Είναι υποκριτικό από μέρους του να κηρύττει για την ειλικρίνεια ενώ λέει ψέματα στους φίλους του.
She criticized others for eating meat while secretly enjoying hamburgers herself, which was hypocritical.
Κριτίκαρε τους άλλους για το ότι έτρωγαν κρέας ενώ η ίδια απολάμβανε μυστικά χάμπουργκερ, κάτι που ήταν υποκριτικό.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store