Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
hypocritical
01
υποκριτικός, ψεύτικος
acting in a way that is different from what one claims to believe or value
Παραδείγματα
It 's hypocritical of him to preach about honesty while lying to his friends.
Είναι υποκριτικό από μέρους του να κηρύττει για την ειλικρίνεια ενώ λέει ψέματα στους φίλους του.
She criticized others for eating meat while secretly enjoying hamburgers herself, which was hypocritical.
Κριτίκαρε τους άλλους για το ότι έτρωγαν κρέας ενώ η ίδια απολάμβανε μυστικά χάμπουργκερ, κάτι που ήταν υποκριτικό.
Λεξικό Δέντρο
hypocritically
hypocritical



























