Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Hypocrite
01
υποκριτής, ψευτοπίστη
someone who pretends to have virtues or beliefs they do not practice, often contradicting their own stated values or engaging in deceptive behavior
Παραδείγματα
Calling for honesty while lying to everyone made him a hypocrite.
Το να ζητάει ειλικρίνεια ενώ έλεγε ψέματα σε όλους τον έκανε υποκριτή.
She accused her boss of being a hypocrite for ignoring his own rules.
Κατηγόρησε το αφεντικό της ότι είναι υποκριτής για την αγνόηση των δικών του κανόνων.



























