LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Hygienical
/haɪdʒˈiːnɪkəl/
/haɪdʒˈiːnɪkəl/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "hygienical"
hygienical
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
tending to promote or preserve health
word family
hygiene
hygiene
Noun
hygienical
Adjective
hygienically
Adverb
hygienically
Adverb
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
hygienic
hygiene
hygeia
hyena dog
hyena
hygienically
hygienics
hygienist
hygienize
hygrocybe
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App