Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
hydrated
01
ενυδατωμένος
(of a person) having enough water or moisture in the body to stay properly nourished and healthy
Παραδείγματα
After the long run, it ’s important to stay hydrated.
Μετά το μακρύ τρέξιμο, είναι σημαντικό να παραμείνετε ενυδατωμένοι.
Drinking water regularly keeps your skin hydrated and healthy.
Η τακτική κατανάλωση νερού διατηρεί το δέρμα σας ενυδατωμένο και υγιές.
Λεξικό Δέντρο
dehydrated
hydrated
hydrate



























