Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Hunk
01
ένας δυνατός και μυώδης ελκυστικός άνδρας, γκόμενος
a strong and muscular man who is sexually attractive
02
κομμάτι, ογκόλιθος
a large piece of something without definite shape
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ένας δυνατός και μυώδης ελκυστικός άνδρας, γκόμενος
κομμάτι, ογκόλιθος