LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Humbled
/hˈʌmbəld/
/ˈhəmbəɫd/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "humbled"
humbled
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
subdued or brought low in condition or status
word family
humble
humble
Verb
humbled
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
humblebee
humble plant
humble hearts have humble desires
humble
humate
humbleness
humbling
humbly
humbug
humdinger
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App