Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
human activity
/hjˈuːmən æktˈɪvɪɾi/
/hjˈuːmən aktˈɪvɪti/
Human activity
01
ανθρώπινη δραστηριότητα, ανθρώπινη δράση
something that people do or cause to happen
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ανθρώπινη δραστηριότητα, ανθρώπινη δράση