LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Hotpot
/hˈɒtpɒt/
/ˈhɑtˌpɔt/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "hotpot"
Hotpot
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a stew of meat and potatoes cooked in a tightly covered pot
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
hotplate
hotness
hotly
hotlink
hotline
hotshoe
hotshot
hotspot
hotspur
hottentot
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App