Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
horseback rider
/hˈɔːɹsbæk ɹˈaɪdɚ/
/hˈɔːsbak ɹˈaɪdə/
Horseback rider
01
καβαλάρης, άντρας επιδέξιος στην ιππασία
a man skilled in equitation
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
καβαλάρης, άντρας επιδέξιος στην ιππασία