Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
horned
01
κερασφόρος, με κέρατα
possessing horns, which are bony protrusions or structures found on the head of certain animals
Λεξικό Δέντρο
horned
horn
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
κερασφόρος, με κέρατα
Λεξικό Δέντρο