LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Hoo-hah
/hˈuːhˈɑː/
/hˈuːhˈɑː/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "hoo-hah"
Hoo-hah
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a disorderly outburst or tumult
word family
hoo-hah
hoo-hah
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
hoo-ha
honshu
honours list
honours change manners
honour and profit lie not in one sack
hooch
hood
hood latch
hood ornament
hooded
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App