Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Honorarium
01
αποδοχές, συμβολική πληρωμή
payment given as a gesture of appreciation or respect for a service that is typically provided for free or on a voluntary basis
Παραδείγματα
In recognition of their valuable contributions, the nonprofit organization awarded an honorarium to the dedicated volunteers.
Σε αναγνώριση των πολύτιμων συνεισφορών τους, ο μη κερδοσκοπικός οργανισμός απένειμε ένα απονεμητικό ποσό στους αφοσιωμένους εθελοντές.
The artist received an honorarium for showcasing their artwork at the community gallery.
Ο καλλιτέχνης έλαβε ένα απονεμητικό ποσό για την παρουσίαση του έργου του στην κοινωνική γκαλερί.



























