Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Appendectomy
01
απενδεκτομή, αφαίρεση του σκωληκοειδούς απόφυσης
a surgical procedure in which the appendix gets removed
Παραδείγματα
Tim needed an appendectomy when his appendix became swollen and painful.
Ο Τιμ χρειαζόταν μια απενδεκτομή όταν το σκωληκοειδής του απόφυση έγινε πρησμένο και επώδυνο.
The surgeon performed an appendectomy to prevent further complications.
Απενδεκτομή είναι μια χειρουργική διαδικασία κατά την οποία αφαιρείται το σκωληκοειδές απόφυση.



























