Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
appellate
01
εφετείο, εφεσιβόλος
(of a court or judge) possessing the power to make changes to a legal order
Παραδείγματα
Lawyers prepared their arguments for the appellate judge's consideration.
Οι δικηγόροι προετοίμασαν τα επιχειρήματά τους για την εξέταση του εφετείου δικαστή.
The appellate court reviewed the evidence presented in the initial trial.
Το εφετείο εξέτασε τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν στην αρχική δίκη.



























