Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
holistic
01
ολιστικός, ολοκληρωτικός
emphasizing the organic or functional relation between parts and the whole
02
ολιστικός, ολοκληρωτικός
characterized by considering overall well-being, addressing physical, mental, and social aspects
Παραδείγματα
Holistic medicine aims to treat the whole person.
Η ολιστική ιατρική στοχεύει στη θεραπεία ολόκληρου του ατόμου.
Holistic treatments seek to balance physical and emotional health.
Οι ολιστικές θεραπείες στοχεύουν στην ισορροπία της σωματικής και συναισθηματικής υγείας.



























